- πανηγυρίστρια
- η, Μβλ. πανηγυριστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανηγυριστής — ο θηλ. πανηγυρίστρια αυτός που παίρνει μέρος στον εορτασμό, που πανηγυρίζει, ο πανηγυριώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)